Συναντήσεις - συζητήσεις
Αρχική » Δραστηριότητες » Συναντήσεις - συζητήσεις
Οι ομιλίες έχουν συνήθως τον χαρακτήρα της παρουσίασης μιας ερευνητικής εργασίας «εν τω γίγνεσθαι», χωρίς να αποκλείονται βέβαια και οι παρουσιάσεις ολοκληρωμένων εργασιών. Στόχος της Εταιρείας πάντως είναι οι ομιλίες να μην είναι εξαντλητικές και να επιτρέπουν τη συμμετοχή του ακροατηρίου. Η διαδικασία που ακολουθείται είναι συνήθως η ακόλουθη: Ο ομιλητής παρουσιάζει σε γενικές γραμμές το θέμα του, που μπορεί να είναι και αντικείμενο διδακτορικής διατριβής, τις μεθοδολογικές επιλογές του, τα προβλήματα που συναντά στην έρευνα και τη μελέτη του θέματός του και τους τρόπους με τους οποίους προσπάθησε να τα αντιμετωπίσει. Ακολουθεί συζήτηση πάνω στα ζητήματα που έθεσε ο ομιλητής και αναζητούνται μέσα από τον διάλογο εναλλακτικοί δρόμοι για την αντιμετώπιση των θεωρητικών και ερευνητικών προβλημάτων. Η παρακολούθηση των ομιλιών από το ακροατήριο και η συμμετοχή του στη συζήτηση διευκολύνεται απο μικρές περιλήψεις ή άλλα σχετικά κείμενα που o εισηγητής μοιράζει πριν από την ομιλία του. Παράλληλα με τις ομιλίες αυτές, γίνονται συλλογικές παρουσιάσεις ερευνητικών εργασιών και ανοιχτές συζητήσεις πάνω σε ποικίλα θέματα και προβλήματα της σύγχρονης ιστοριογραφίας.
Από το φθινόπωρο του 2003 όταν καταρτίζεται το πρόγραμμα των παρουσιάσεων, ορίζονται για κάθε μία από αυτές ένας, δύο ή και περισσότεροι "συζητητές", ειδικοί δηλαδή κατά τεκμήριο ερευνητές, οι οποίοι με τις παρατηρήσεις και τις παρεμβάσεις τους, όταν ο ομιλητής τελειώσει, συμβάλλουν στο να ακολουθήσει μία δημιουργική συζήτηση.
Αν είσαι ερευνήτρια/ερευνητής και θέλεις να παρουσιάσεις τη δουλειά σου στο πλαίσιο των συναντήσεων της ΕΜΝΕ, ή αν θέλεις να προτείνεις οτιδήποτε σχετικό με τις συναντήσεις-συζητήσεις, στείλε μας ένα μήνυμα από εδώ, δίνοντας όλες τις απαραίτητες πληροφορίες (ιδιότητα, θέμα, πλαίσιο της έρευνας).
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΩΝ-ΣΥΖΗΤΗΣΕΩΝ
| ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2025 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2026 | |||
|
Τετάρτη
15 Οκτωβρίου 2025
Όλγα Γκράτζιου
Συζητητές: Τόνια Κιουσοπούλου, Νίκος Τσιβίκης
|
Τι ζητάει να μάθει ο ιστορικός από τον αρχαιολόγο;
Τι μαθαίνει ο αρχαιολόγος από το «ιστορικό πλαίσιο»; Σχόλια για τη συνομιλία Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Συναντώ συχνά σε κείμενα ιστορικών που μελετούν κυρίως τις παλαιότερες εποχές την επωδό «αλλά την απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να τη δώσει [μόνο] η αρχαιολογία», όταν για το ζήτημα που ερευνούν οι αξιοσέβαστες γραπτές πηγές τους σιωπούν. Ευελπιστούν ότι η αρχαιολογική σκαπάνη μπορεί να ανακαλύψει ένα νέο τεκμήριο, μάλιστα αδιαμφισβήτητο επειδή θα έχει υλική υπόσταση, θα είναι δηλαδή «αγνό» και αδιαμεσολάβητο, σε αντίθεση με τις περισσότερες γραπτές πηγές που είναι συνήθως πολλαπλά διαμεσολαβημένες. Πόσο αδιαμφισβήτητη μπορεί να είναι όμως η αλήθεια του υλικού τεκμηρίου; Ο Αρχαιολόγος για να την ελέγξει ανατρέχει στην Ιστορία, εκείνη τη «μικρή ιστορία» του συγκεκριμένου τόπου, στη συγκεκριμένη χρονολογική ζώνη που εντάσσει το εύρημά του με την ελπίδα ότι το «ιστορικό πλαίσιο» θα τον βοηθήσει να κατανοήσει το πώς και το γιατί του πράγματος. Στην πράξη θα μπορέσει ίσως να «εικονογραφήσει» με το εύρημά του κάποιαν όψη της εποχής. Θα μπορέσει όμως, οπλισμένος μόνο με τα γενικά χαρακτηριστικά της εποχής, με μια συνοπτική εικόνα του κοινωνικού σχηματισμού, να «ερμηνεύσει» το αντικείμενο της μελέτης του, ώστε τελικά αυτό να γίνει μια νέα ιστορική πηγή;
Προτείνω να συζητήσουμε πόσο και πώς εμείς, ιστορικοί και αρχαιολόγοι, συνδιαλεγόμαστε και ενσωματώνουμε αμοιβαία τις κατακτήσεις των επιστημονικών μας ειδικοτήτων. Προφανώς θα χρησιμοποιήσω παραδείγματα από την ερευνητική και τη διδακτική μου εμπειρία. |
||
|
Τετάρτη
29 Οκτωβρίου 2025
Χρήστος Χατζηιωσήφ
Συζητητές: Κωστής Καρπόζηλος, Ανδρέας Λυμπεράτος
|
Ήττα και Ιστορική ανάλυση: η ελληνική ιστοριογραφία μετά το 1922
Η ρήση ότι «την ιστορία τη γράφουν οι νικητές» είναι γνωστή. Η θεωρία πως οι ιστορικοί που έχουν βιώσει την ήττα –της πολιτικής μερίδας τους, της κοινωνικής τους τάξης, της πολιτείας τους– προχωρούν στις οξυδερκέστερες ιστορικές αναλύσεις είναι λιγότερο γνωστή. Την υποστήριξε πρώτος το 1950 ο θεωρητικός της πολιτικής Carl Schmitt σε ένα υποτίθεται απολογητικό κείμενο και την ανέπτυξαν αργότερα ορισμένοι Γερμανοί ιστορικοί. Ανάμεσά τους ο Reinhart Koselleck σε ένα λίγο γνωστό, αλλά κατά τη γνώμη μου σημαντικό για την κατανόηση του έργου του, άρθρο. Επεξεργαζόμενος τριάντα χρόνια μετά την άποψη του μέντορα των νεανικών του χρόνων, υποστήριξε ότι η ανωτερότητα της ανάλυσης των ιστορικών που είχαν βιώσει την ήττα, όταν υπήρχε, οφειλόταν κάθε φορά στην ανάπτυξη εκ μέρους τους μιας νέας θεωρητικής και μεθοδολογικής προσέγγισης.
Η Μικρασιατική καταστροφή έχει αναγνωριστεί ως η σημαντικότερη τομή στην ιστορία της ελληνικής κοινωνίας μετά το 1821. Προτείνω λοιπόν, ξεκινώντας από αυτούς τους θεωρητικούς προβληματισμούς, να δούμε ποιες υπήρξαν οι συνέπειες αυτής της ήττας στην ιστοριογραφική πράξη εκείνων που τη βίωσαν. Τα βιβλία των Γιάνη Κορδάτου (1924), Τάκη Πιπινέλη (1927) και Απόστολου Δασκαλάκη (1927) για την Επανάσταση του 1821 είναι οι δείκτες που παίρνω για να δω τη θεωρητική ανανέωση της ελληνικής ιστοριογραφίας και τα όρια αυτής της προσπάθειας. Υποστηρίζω πως το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να κατανοηθεί με τον αυτοπεριορισμό στα όρια της ιστοριογραφίας, αλλά οι εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα θα πρέπει να ενταχθούν στο ευρύτερο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών και της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. |
||
|
Τετάρτη
5 Νοεμβρίου 2025
Ηλίας Γ. Σκουλίδας
Συζητητές: Λάμπρος Μπαλτσιώτης, Νίκος Σιγάλας
|
Οι ακτιβιστές του «βορειοπειρωτικού αγώνα»:
οι φωνές τους μέσα από μητρώα, αιτήσεις και απομνημονεύματα
Ασχολούμαστε με «ήρωες» που διαθέτουν δύο χαρακτηριστικά, τα οποία δεν ευνοούν την ένταξή τους στην εθνική αφήγηση: πρόκειται για αντάρτες, άτακτους μαχητές και όχι μέλη τακτικού στρατού, ενώ επιπλέον έλαβαν μέρος σε έναν αγώνα που δεν στέφθηκε με επιτυχία, καθώς η έκβασή του δεν συνδέεται με μια ένδοξη σελίδα εδαφικής επέκτασης του ελληνικού έθνους-κράτους.
Δεν πρέπει να παραβλέψουμε ένα ακόμη σημείο: οι «ήρωες» μιας εθνικής αφήγησης δεν είναι οι ίδιοι για έναν αντίπαλο εθνικισμό. Σημειώθηκε μια σύντομη αλλά αιματηρή περίοδος ένοπλης σύγκρουσης, συνοδευόμενη από πράξεις βίας από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές, με κύρια θύματα άμαχους χωρικούς. Παράλληλα, μας απασχολούν οι ίδιες οι πηγές ως «ego-documents»: ερωτήματα σχετικά με τη φύση των εγγράφων και τους συγγραφείς τους, ερωτήματα αναφορικά με τους ηγέτες, τα κείμενα ως δείκτες στη σχέση μεταξύ κρατών, θεσμών (στρατού, αστυνομίας, υπουργείων, τοπικών αρχών) και των ένοπλων ομάδων. Επίσης, η θέση των ιδεολογιών και η οικονομία των ενόπλων. Πρόκειται για ένα ερευνητικό εγχείρημα, το οποίο υιοθετεί μια διακριτή προσέγγιση ως προς τα προσωπικά έγγραφα, ενσωματώνοντας ταυτόχρονα διαμεσολαβημένες φωνές. Είναι κρίσιμο να μην παραλειφθεί το πολιτικό πλαίσιο, το οποίο περιλαμβάνει τον αντικομμουνισμό, τον εθνικισμό, καθώς και τον Ψυχρό Πόλεμο. |
||
|
Τετάρτη
19 Νοεμβρίου 2025
Μυρτώ Λάμπρου
Συζητήτριες: Λίνα Λούβη, Ελισσάβετ Τσακανίκα
|
Η διένεξη αυτοχθόνων-ετεροχθόνων του 1844:
ένα αποκαλυπτικό στιγμιότυπο της κοινοβουλευτικής ιστορίας
Κατά τις εργασίες της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης του 1843, προέκυψε σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ των Ελλήνων που είχαν γεννηθεί σε εδάφη ήδη ενσωματωμένα στο ελληνικό κράτος, των αυτοχθόνων, και εκείνων που είχαν γεννηθεί σε περιοχές εκτός των συνόρων, των ετεροχθόνων. Η διαίρεση μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων αναδείχθηκε έντονα κατά τη συζήτηση του άρθρου 3 το οποίο αφορούσε τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ιθαγένειας. Η σύγκρουση αυτή μετατόπισε το επίκεντρο των κοινοβουλευτικών συζητήσεων από τις προϋποθέσεις του Έλληνα πολίτη στο ποιοι είχαν δικαίωμα να καταλαμβάνουν δημόσια αξιώματα. Αυτό το σύντομο αλλά οξύτατο κοινοβουλευτικό επεισόδιο είναι αποκαλυπτικό για τη διαδικασία μετασχηματισμού της κοινωνίας σε κρατική οντότητα. Το ζήτημα αυτό θα δώσει αφορμή να αναδυθούν με σφοδρότητα διαφωνίες και εκκρεμότητες που εκκινούν από την περίοδο της Επανάστασης. Κεντρική θέση στη διένεξη είχαν ζητήματα όπως: ποιος είναι όντως «Έλληνας» και ποιος «ξένος», τι είναι δημόσιο και τι ιδιωτικό συμφέρον, τι σημαίνει διαφθορά και κατάχρηση, ποιος δικαιούται να είναι δημόσιος λειτουργός, ποια θα πρέπει να είναι η ανταμοιβή των αγωνιστών. Η εργασία επιχειρεί να αναδείξει τις αντίρροπες τάσεις που προκύπτουν μέσα από τη διένεξη αυτή και να ανιχνεύσει αν αυτή η ρήξη αποτυπώνει εν τέλει ένα ρήγμα για την ελληνική κοινωνία του 1844.
|
||
|
Τετάρτη
3 Δεκεμβρίου 2025
Χρήστος Στέρπης
Συζητήτριες: Τζένη Λιαλιούτη, Μαρία Σπηλιωτοπούλου
|
Η αμερικανική βοήθεια και το σχέδιο Μάρσαλ στην Ελλάδα:
κοινωνικές πτυχές της αμερικανικής βοήθειας, 1947-1952
Η παρούσα ανακοίνωση θα επικεντρωθεί στη συμβολή της αμερικανικής βοήθειας, την οποία έλαβε η Ελλάδα από το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, στη διαμόρφωση των συνθηκών διαβίωσης και στη χρηματοδότηση της κοινωνικής πρόνοιας την περίοδο 1947-1952. Η αμερικανική οικονομική βοήθεια, εκτός από τις στρατιωτικές δαπάνες και την ανασυγκρότηση, χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες του ελληνικού λαού εισάγοντας είδη πρώτης ανάγκης, τρόφιμα, είδη ένδυσης και υγειονομικό υλικό. Η ένταξη της Ελλάδας στο στρατόπεδο του «ελεύθερου κόσμου» προϋπέθετε την αφθονία σε είδη πρώτης ανάγκης για την εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Οι δαπάνες του κράτους για την κοινωνική πρόνοια απορροφούσαν το 22% των μη στρατιωτικών δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού. Συνολικά το 1/3 του άμαχου πληθυσμού, τυφλοί, ανάπηροι, άποροι των πόλεων και συνταξιούχοι, εξαρτούσε την επιβίωσή του από τη κρατική πρόνοια. Ειδική ομάδα αποτελούσαν οι πρόσφυγες του εμφυλίου πολέμου, οι «ανταρτόπληκτοι» ή οι «συμμοριόπληκτοι». Το μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων προερχόταν από την αμερικανική βοήθεια.
Η εισήγηση θα επιχειρήσει να αναδείξει αν η αμερικανική βοήθεια βελτίωσε το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα την περίοδο 1947-1952, αλλά και πώς οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου 1947-1952 μέσω της διαχείρισης του εισαγόμενου αυτού πλούτου παγίωναν το πολιτικό κύρος τους. |
||
|
Τετάρτη
17 Δεκεμβρίου 2025
Μιχάλης Ρέττος
Συζητητές: Δημήτρης Δημητρόπουλος, Νίκος Θεοτοκάς
|
Τοπικισμός και εθνική συνείδηση στην Ελληνική Επανάσταση:
η περίπτωση της Πελοποννησιακής Γερουσίας
Στην ιστοριογραφία της Επανάστασης του 1821 είναι συνήθης, τις τελευταίες δεκαετίες, η ταυτοποίηση αντιλήψεων και στάσεων υποκειμένων και ομάδων στο πλαίσιο της αντίθεσης έθνους και τοπικότητας. Στην παρούσα εισήγηση, με βάση αδημοσίευτο υλικό των ΓΑΚ, καθώς και δημοσιευμένων πηγών, εξετάζονται οι συμπεριφορές ενός θεμελιώδους, όσον αφορά στη συγκρότηση κρατικών λειτουργιών, θεσμού της Ελληνικής Επανάστασης, της Πελοποννησιακής Γερουσίας, κατά την πρώτη (1821) και ιδίως τη δεύτερη (1822-1823) περίοδό της. Δίνεται έμφαση στις πολιτικές και δημοσιονομικές της λειτουργίες και στη στάση της στις συγκρούσεις της περιόδου, προκειμένου να κατανοηθεί πληρέστερα ο ρόλος και ο χαρακτήρας της, σε μία προσπάθεια επανεξέτασης της επικρατούσας μέχρι σήμερα θεώρησής της ως φορέα τοπικιστικού πνεύματος που λειτουργεί ανασταλτικά στο εγχείρημα συγκρότησης νεωτερικού εθνικού κράτους.
|
||
|
Τετάρτη
14 Ιανουαρίου 2026
Ελισάβετ Παπαλεξοπούλου
Συζητήτριες: Έφη Αβδελά, Μαριτίνα Λεοντσίνη
|
Πέρα από το έθνος: οι γυναίκες και η διαπραγμάτευση της πολιτικής ισχύος
στη Νότια Ευρώπη του 19ου αιώνα
Η πρόσφατη στροφή της ιστοριογραφίας προς την ανάγνωση των επαναστάσεων του 1820-1821 στη Νότια Ευρώπη ως συγκοινωνούντων γεγονότων ξαναχαράσσει τον χάρτη της «Εποχής των Επαναστάσεων». Η Ευρώπη δεν παρουσιάζεται ως μια δεδομένη γεωγραφική έννοια, αλλά ως μια έννοια ανοιχτή σε συνεχή επαναπροσδιορισμό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι πολιτικές βιογραφίες και τα γραπτά των γυναικών που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στις εξεγέρσεις του Πιεμόντε, της Σικελίας, της Ελλάδας και της Πορτογαλίας αποτελούν πολύτιμο εργαλείο για την κατανόηση των πολιτικών διεργασιών. Ενώ οι αυτοκρατορίες κατέρρεαν, τα σύνορα μεταβάλλονταν και νέες ιδέες τροφοδοτούσαν τις πολιτικές εξελίξεις, οι γυναίκες οραματίζονταν διαφορετικές μορφές πολιτικής συγκρότησης που θα τους επέτρεπαν να ανακτήσουν τη φθίνουσα κοινωνική τους ισχύ. Άλλοτε αξιοποιούσαν τα μέσα που ήδη διέθεταν, όπως τα σαλόνια και οι μεταφράσεις, και άλλοτε διεύρυναν τα όρια του δυνατού για το φύλο τους, γράφοντας πρωτότυπα έργα ή συμμετέχοντας σε μυστικές εταιρείες. Από την Ελισάβετ Μουτζάν και την Ευανθία Καΐρη έως την Ισαβέλα Θεοτόκη, τη Χοσέφα Αμάρ και τη Μπιάνκα Ντε Σιμόνι, μέσα σε διαφορετικά κοινωνικά, γλωσσικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα, ανιχνεύεται ένα κοινό νήμα έμφυλης επαναστατικής πρακτικής. Το νήμα αυτό μας επιτρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τις κατηγορίες της ιστορικής ανάλυσης της περιόδου όχι με βάση τα εθνικά σύνορα που χαράχθηκαν αργότερα, αλλά με τις εννοιολογικές κατηγορίες που ίσχυαν το 1820.
|
||
|
Τετάρτη
28 Ιανουαρίου 2026
Νίκος Κοκκομέλης
Συζητητές: Κώστας Γαγανάκης, Νικόλας Πίσσης
|
Δίνοντας περιεχόμενο στον κόσμο:
όψεις του «Ανεστραμμένου Κόσμου» στην πρώιμη νεωτερικότητα
Το να αποκαλείται κάτι «ανάποδο» ή «ανεστραμμένο» τον δέκατο πέμπτο, δέκατο έκτο ή δέκατο έβδομο αιώνα σημαίνει, πάνω από όλα, να θεωρείται ή να εκλαμβάνεται ως αφύσικο και αντίθετο προς τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Ο τόπος του ανεστραμμένου κόσμου ή mundus inversus φέρνει, ακόμα και σήμερα, συνειρμικά στον νου έναν κόσμο που επιστρέφει στην αρχική κατάσταση του αρχέγονου χάους, όπου τα πάντα είναι ανάποδα και εκτός ορίων: το κάρο που μπαίνει μπροστά από το άλογο, οι ανόητοι που μόνο αυτοί μπορούν να είναι σοφοί, το μυαλό που βρίσκεται πάνω από το κεφάλι, οι άνθρωποι που συμπεριφέρονται σαν ζώα. Συνδεδεμένος, σύμφωνα με τον θεμελιώδη ορισμό του Ernst Robert Curtius, με τα adynata ή impossibilia, ένα ρητορικό μέσο που περιγράφει μια φυσική αδυναμία, μια υπερβολή ή κάτι αδύνατο, ο ανεστραμμένος κόσμος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει έναν δυστοπικό ή ουτοπικό κόσμο και για να χλευάσει, να αποδοκιμάσει, να επικρίνει ή να υποβαθμίσει ένα πρόσωπο, μια κατάσταση ή έναν θεσμό.
Αντίθετα ωστόσο από αυτή την παγιωμένη ταύτιση του «ανεστραμμένου κόσμου» με μια διαδικασία μετασχηματισμού ή κίνησης, στη ομιλία μας θα θεωρήσουμε τον εν λόγω τόπο ως συστατικό στοιχείο του διανοητικού σύμπαντος της εποχής, μετατοπίζοντας τον φακό από τη μελέτη των μεταμορφώσεων ή των ανατροπών, στον «μακρύ χρόνο» του μη-μετρήσιμου οντολογικού υποστρώματος που συγκροτεί το πλέγμα των θεμελιωδών πεποιθήσεων του καθημερινού βίου. Σε αυτό το πλαίσιο, ο «ανεστραμμένος κόσμος» δεν αποτελεί προϊόν μόνο ταραγμένων καιρών ούτε ταυτίζεται υποχρεωτικά με την παραδοξολογία αλλά, αντιθέτως, ανάγεται σε φορέα νοήματος, σε έναν τύπο λόγου που δίνει νόημα, κατεύθυνση και συνοχή στον κόσμο. Περιγράφει, με άλλα λόγια, μια συμπαγή, σχεδόν αδρανή, διανοητική γεωγραφία που προσημειώνει το σύνολο των πολιτισμικών πρακτικών της πρώιμης νεωτερικότητας. |
||